Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀγάομαι
ἀγαπάζω
ἀγαπατός
ἀγαπάω
ἀγάπη
ἀγάπημα
Ἀγαπήνωρ
ἀγαπήνωρ
ἀγάπησις
ἀγαπητέος
ἀγαπητικός
ἀγαπητός
ἀγαρικόν
Ἀγαρίστη
ἄγαρρις
ἀγάρροος
Ἀγασθένης
ἀγασθενής
Ἀγασίας
ἄγασις
ἄγασμα
View word page
ἀγαπητικός
affectionate

ShortDef

affectionate

Debugging

Headword:
ἀγαπητικός
Headword (normalized):
ἀγαπητικός
Headword (normalized/stripped):
αγαπητικος
IDX:
291
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-292
Key:

Data

{'content': 'affectionate'}