Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐμπλημμυρέω
ἔμπλην
ἔμπλην2
ἐμπληξία
ἐμπλήρωμα
ἐμπλήρωσις
ἐμπλήσσω
ἐμπληστέος
ἐμπλοκή
ἐμπλόκιον
ἔμπλουμος
ἐμπνευματοποιέομαι
ἐμπνευματόω
ἐμπνευμάτωσις
ἐμπνευματωτικός
ἔμπνευσις
ἐμπνευστικὰ
ἐμπνευστός
ἐμπνέω
ἐμπνοή
ἔμπνοια
View word page
ἔμπλουμος
pluma) = plumatus, embroidered
ShortDef
pluma) = plumatus, embroidered
Debugging
Headword:
ἔμπλουμος
Headword (normalized):
ἔμπλουμος
Headword (normalized/stripped):
εμπλουμος
IDX:
29198
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29199
Key:
Data
{'content': 'pluma) = plumatus, embroidered'}