Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἔμπληκτος
ἐμπλημμυρέω
ἔμπλην
ἔμπλην2
ἐμπληξία
ἐμπλήρωμα
ἐμπλήρωσις
ἐμπλήσσω
ἐμπληστέος
ἐμπλοκή
ἐμπλόκιον
ἔμπλουμος
ἐμπνευματοποιέομαι
ἐμπνευματόω
ἐμπνευμάτωσις
ἐμπνευματωτικός
ἔμπνευσις
ἐμπνευστικὰ
ἐμπνευστός
ἐμπνέω
ἐμπνοή
View word page
ἐμπλόκιον
a fashion of plaiting women's hair

ShortDef

a fashion of plaiting women's hair

Debugging

Headword:
ἐμπλόκιον
Headword (normalized):
ἐμπλόκιον
Headword (normalized/stripped):
εμπλοκιον
IDX:
29197
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29198
Key:

Data

{'content': "a fashion of plaiting women's hair"}