Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐμπληθύνομαι
ἐμπληκτικός
ἔμπληκτος
ἐμπλημμυρέω
ἔμπλην
ἔμπλην2
ἐμπληξία
ἐμπλήρωμα
ἐμπλήρωσις
ἐμπλήσσω
ἐμπληστέος
ἐμπλοκή
ἐμπλόκιον
ἔμπλουμος
ἐμπνευματοποιέομαι
ἐμπνευματόω
ἐμπνευμάτωσις
ἐμπνευματωτικός
ἔμπνευσις
ἐμπνευστικὰ
ἐμπνευστός
View word page
ἐμπληστέος
to be filled with

ShortDef

to be filled with

Debugging

Headword:
ἐμπληστέος
Headword (normalized):
ἐμπληστέος
Headword (normalized/stripped):
εμπληστεος
IDX:
29195
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29196
Key:

Data

{'content': 'to be filled with'}