Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐμπληγής
ἐμπλήδην
ἐμπλήθομαι
ἐμπληθύνομαι
ἐμπληκτικός
ἔμπληκτος
ἐμπλημμυρέω
ἔμπλην
ἔμπλην2
ἐμπληξία
ἐμπλήρωμα
ἐμπλήρωσις
ἐμπλήσσω
ἐμπληστέος
ἐμπλοκή
ἐμπλόκιον
ἔμπλουμος
ἐμπνευματοποιέομαι
ἐμπνευματόω
ἐμπνευμάτωσις
ἐμπνευματωτικός
View word page
ἐμπλήρωμα
space filled up
ShortDef
space filled up
Debugging
Headword:
ἐμπλήρωμα
Headword (normalized):
ἐμπλήρωμα
Headword (normalized/stripped):
εμπληρωμα
IDX:
29192
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29193
Key:
Data
{'content': 'space filled up'}