Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐμπλευρόομαι
ἔμπλευρος
ἐμπλέω
ἐμπλήγδην
ἐμπληγής
ἐμπλήδην
ἐμπλήθομαι
ἐμπληθύνομαι
ἐμπληκτικός
ἔμπληκτος
ἐμπλημμυρέω
ἔμπλην
ἔμπλην2
ἐμπληξία
ἐμπλήρωμα
ἐμπλήρωσις
ἐμπλήσσω
ἐμπληστέος
ἐμπλοκή
ἐμπλόκιον
ἔμπλουμος
View word page
ἐμπλημμυρέω
welter in

ShortDef

welter in

Debugging

Headword:
ἐμπλημμυρέω
Headword (normalized):
ἐμπλημμυρέω
Headword (normalized/stripped):
εμπλημμυρεω
IDX:
29188
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29189
Key:

Data

{'content': 'welter in'}