Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐμπλεύρια
ἐμπλευρόομαι
ἔμπλευρος
ἐμπλέω
ἐμπλήγδην
ἐμπληγής
ἐμπλήδην
ἐμπλήθομαι
ἐμπληθύνομαι
ἐμπληκτικός
ἔμπληκτος
ἐμπλημμυρέω
ἔμπλην
ἔμπλην2
ἐμπληξία
ἐμπλήρωμα
ἐμπλήρωσις
ἐμπλήσσω
ἐμπληστέος
ἐμπλοκή
ἐμπλόκιον
View word page
ἔμπληκτος
stunned, amazed, stupefied

ShortDef

stunned, amazed, stupefied

Debugging

Headword:
ἔμπληκτος
Headword (normalized):
ἔμπληκτος
Headword (normalized/stripped):
εμπληκτος
IDX:
29187
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29188
Key:

Data

{'content': 'stunned, amazed, stupefied'}