Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἔμπλεξις
ἐμπλεονάζω
ἔμπλεος
ἐμπλεύρια
ἐμπλευρόομαι
ἔμπλευρος
ἐμπλέω
ἐμπλήγδην
ἐμπληγής
ἐμπλήδην
ἐμπλήθομαι
ἐμπληθύνομαι
ἐμπληκτικός
ἔμπληκτος
ἐμπλημμυρέω
ἔμπλην
ἔμπλην2
ἐμπληξία
ἐμπλήρωμα
ἐμπλήρωσις
ἐμπλήσσω
View word page
ἐμπλήθομαι
to be filled
ShortDef
to be filled
Debugging
Headword:
ἐμπλήθομαι
Headword (normalized):
ἐμπλήθομαι
Headword (normalized/stripped):
εμπληθομαι
IDX:
29184
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29185
Key:
Data
{'content': 'to be filled'}