Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἔμπλεκτος
ἐμπλέκω
ἔμπλεξις
ἐμπλεονάζω
ἔμπλεος
ἐμπλεύρια
ἐμπλευρόομαι
ἔμπλευρος
ἐμπλέω
ἐμπλήγδην
ἐμπληγής
ἐμπλήδην
ἐμπλήθομαι
ἐμπληθύνομαι
ἐμπληκτικός
ἔμπληκτος
ἐμπλημμυρέω
ἔμπλην
ἔμπλην2
ἐμπληξία
ἐμπλήρωμα
View word page
ἐμπληγής
mad, rash
ShortDef
mad, rash
Debugging
Headword:
ἐμπληγής
Headword (normalized):
ἐμπληγής
Headword (normalized/stripped):
εμπληγης
IDX:
29182
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29183
Key:
Data
{'content': 'mad, rash'}