Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἔμπλαστρος
ἐμπλαστρώδης
ἐμπλατής
ἐμπλατία
ἐμπλατύνω
ἔμπλατυς
ἐμπλέγδην
ἔμπλεγμα
ἐμπλέκτης
ἔμπλεκτος
ἐμπλέκω
ἔμπλεξις
ἐμπλεονάζω
ἔμπλεος
ἐμπλεύρια
ἐμπλευρόομαι
ἔμπλευρος
ἐμπλέω
ἐμπλήγδην
ἐμπληγής
ἐμπλήδην
View word page
ἐμπλέκω
to plait
ShortDef
to plait
Debugging
Headword:
ἐμπλέκω
Headword (normalized):
ἐμπλέκω
Headword (normalized/stripped):
εμπλεκω
IDX:
29173
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29174
Key:
Data
{'content': 'to plait'}