Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἔμπλασμα
ἐμπλάσσω
ἐμπλαστικός
ἐμπλαστός
ἐμπλαστροποιΐα
ἔμπλαστρος
ἐμπλαστρώδης
ἐμπλατής
ἐμπλατία
ἐμπλατύνω
ἔμπλατυς
ἐμπλέγδην
ἔμπλεγμα
ἐμπλέκτης
ἔμπλεκτος
ἐμπλέκω
ἔμπλεξις
ἐμπλεονάζω
ἔμπλεος
ἐμπλεύρια
ἐμπλευρόομαι
View word page
ἔμπλατυς
broader, more general

ShortDef

broader, more general

Debugging

Headword:
ἔμπλατυς
Headword (normalized):
ἔμπλατυς
Headword (normalized/stripped):
εμπλατυς
IDX:
29168
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29169
Key:

Data

{'content': 'broader, more general'}