Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐμπίτνω
ἐμπιτυάζομαι
ἐμπλάζω
ἐμπλανάομαι
ἔμπλασμα
ἐμπλάσσω
ἐμπλαστικός
ἐμπλαστός
ἐμπλαστροποιΐα
ἔμπλαστρος
ἐμπλαστρώδης
ἐμπλατής
ἐμπλατία
ἐμπλατύνω
ἔμπλατυς
ἐμπλέγδην
ἔμπλεγμα
ἐμπλέκτης
ἔμπλεκτος
ἐμπλέκω
ἔμπλεξις
View word page
ἐμπλαστρώδης
like a plaster

ShortDef

like a plaster

Debugging

Headword:
ἐμπλαστρώδης
Headword (normalized):
ἐμπλαστρώδης
Headword (normalized/stripped):
εμπλαστρωδης
IDX:
29164
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29165
Key:

Data

{'content': 'like a plaster'}