Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐμπιστεύω
ἐμπίτνω
ἐμπιτυάζομαι
ἐμπλάζω
ἐμπλανάομαι
ἔμπλασμα
ἐμπλάσσω
ἐμπλαστικός
ἐμπλαστός
ἐμπλαστροποιΐα
ἔμπλαστρος
ἐμπλαστρώδης
ἐμπλατής
ἐμπλατία
ἐμπλατύνω
ἔμπλατυς
ἐμπλέγδην
ἔμπλεγμα
ἐμπλέκτης
ἔμπλεκτος
ἐμπλέκω
View word page
ἔμπλαστρος
salve

ShortDef

salve

Debugging

Headword:
ἔμπλαστρος
Headword (normalized):
ἔμπλαστρος
Headword (normalized/stripped):
εμπλαστρος
IDX:
29163
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29164
Key:

Data

{'content': 'salve'}