Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐμπίστευσις
ἐμπιστεύω
ἐμπίτνω
ἐμπιτυάζομαι
ἐμπλάζω
ἐμπλανάομαι
ἔμπλασμα
ἐμπλάσσω
ἐμπλαστικός
ἐμπλαστός
ἐμπλαστροποιΐα
ἔμπλαστρος
ἐμπλαστρώδης
ἐμπλατής
ἐμπλατία
ἐμπλατύνω
ἔμπλατυς
ἐμπλέγδην
ἔμπλεγμα
ἐμπλέκτης
ἔμπλεκτος
View word page
ἐμπλαστροποιΐα
making of plasters

ShortDef

making of plasters

Debugging

Headword:
ἐμπλαστροποιΐα
Headword (normalized):
ἐμπλαστροποιΐα
Headword (normalized/stripped):
εμπλαστροποιια
IDX:
29162
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29163
Key:

Data

{'content': 'making of plasters'}