Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐμπίς
ἐμπίστευσις
ἐμπιστεύω
ἐμπίτνω
ἐμπιτυάζομαι
ἐμπλάζω
ἐμπλανάομαι
ἔμπλασμα
ἐμπλάσσω
ἐμπλαστικός
ἐμπλαστός
ἐμπλαστροποιΐα
ἔμπλαστρος
ἐμπλαστρώδης
ἐμπλατής
ἐμπλατία
ἐμπλατύνω
ἔμπλατυς
ἐμπλέγδην
ἔμπλεγμα
ἐμπλέκτης
View word page
ἐμπλαστός
daubed on

ShortDef

daubed on

Debugging

Headword:
ἐμπλαστός
Headword (normalized):
ἐμπλαστός
Headword (normalized/stripped):
εμπλαστος
IDX:
29161
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29162
Key:

Data

{'content': 'daubed on'}