Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐμπιπράσκω
ἐμπίπτω
ἐμπίς
ἐμπίστευσις
ἐμπιστεύω
ἐμπίτνω
ἐμπιτυάζομαι
ἐμπλάζω
ἐμπλανάομαι
ἔμπλασμα
ἐμπλάσσω
ἐμπλαστικός
ἐμπλαστός
ἐμπλαστροποιΐα
ἔμπλαστρος
ἐμπλαστρώδης
ἐμπλατής
ἐμπλατία
ἐμπλατύνω
ἔμπλατυς
ἐμπλέγδην
View word page
ἐμπλάσσω
to plaster up
ShortDef
to plaster up
Debugging
Headword:
ἐμπλάσσω
Headword (normalized):
ἐμπλάσσω
Headword (normalized/stripped):
εμπλασσω
IDX:
29159
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29160
Key:
Data
{'content': 'to plaster up'}