Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐμπιπάσκομαι
ἐμπιπίσκω
ἐμπιπράσκω
ἐμπίπτω
ἐμπίς
ἐμπίστευσις
ἐμπιστεύω
ἐμπίτνω
ἐμπιτυάζομαι
ἐμπλάζω
ἐμπλανάομαι
ἔμπλασμα
ἐμπλάσσω
ἐμπλαστικός
ἐμπλαστός
ἐμπλαστροποιΐα
ἔμπλαστρος
ἐμπλαστρώδης
ἐμπλατής
ἐμπλατία
ἐμπλατύνω
View word page
ἐμπλανάομαι
wander in

ShortDef

wander in

Debugging

Headword:
ἐμπλανάομαι
Headword (normalized):
ἐμπλανάομαι
Headword (normalized/stripped):
εμπλαναομαι
IDX:
29157
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29158
Key:

Data

{'content': 'wander in'}