Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐμπινής
ἐμπίνω
ἐμπιπάσκομαι
ἐμπιπίσκω
ἐμπιπράσκω
ἐμπίπτω
ἐμπίς
ἐμπίστευσις
ἐμπιστεύω
ἐμπίτνω
ἐμπιτυάζομαι
ἐμπλάζω
ἐμπλανάομαι
ἔμπλασμα
ἐμπλάσσω
ἐμπλαστικός
ἐμπλαστός
ἐμπλαστροποιΐα
ἔμπλαστρος
ἐμπλαστρώδης
ἐμπλατής
View word page
ἐμπιτυάζομαι
to be curdled

ShortDef

to be curdled

Debugging

Headword:
ἐμπιτυάζομαι
Headword (normalized):
ἐμπιτυάζομαι
Headword (normalized/stripped):
εμπιτυαζομαι
IDX:
29155
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29156
Key:

Data

{'content': 'to be curdled'}