Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐμπίμπρημι
ἐμπινής
ἐμπίνω
ἐμπιπάσκομαι
ἐμπιπίσκω
ἐμπιπράσκω
ἐμπίπτω
ἐμπίς
ἐμπίστευσις
ἐμπιστεύω
ἐμπίτνω
ἐμπιτυάζομαι
ἐμπλάζω
ἐμπλανάομαι
ἔμπλασμα
ἐμπλάσσω
ἐμπλαστικός
ἐμπλαστός
ἐμπλαστροποιΐα
ἔμπλαστρος
ἐμπλαστρώδης
View word page
ἐμπίτνω
fall upon

ShortDef

fall upon

Debugging

Headword:
ἐμπίτνω
Headword (normalized):
ἐμπίτνω
Headword (normalized/stripped):
εμπιτνω
IDX:
29154
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29155
Key:

Data

{'content': 'fall upon'}