Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐμπίμπλημι
ἐμπίμπρημι
ἐμπινής
ἐμπίνω
ἐμπιπάσκομαι
ἐμπιπίσκω
ἐμπιπράσκω
ἐμπίπτω
ἐμπίς
ἐμπίστευσις
ἐμπιστεύω
ἐμπίτνω
ἐμπιτυάζομαι
ἐμπλάζω
ἐμπλανάομαι
ἔμπλασμα
ἐμπλάσσω
ἐμπλαστικός
ἐμπλαστός
ἐμπλαστροποιΐα
ἔμπλαστρος
View word page
ἐμπιστεύω
to entrust

ShortDef

to entrust

Debugging

Headword:
ἐμπιστεύω
Headword (normalized):
ἐμπιστεύω
Headword (normalized/stripped):
εμπιστευω
IDX:
29153
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29154
Key:

Data

{'content': 'to entrust'}