Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐμπιλέομαι
ἐμπίλια
ἐμπίμελος
ἐμπίμπλημι
ἐμπίμπρημι
ἐμπινής
ἐμπίνω
ἐμπιπάσκομαι
ἐμπιπίσκω
ἐμπιπράσκω
ἐμπίπτω
ἐμπίς
ἐμπίστευσις
ἐμπιστεύω
ἐμπίτνω
ἐμπιτυάζομαι
ἐμπλάζω
ἐμπλανάομαι
ἔμπλασμα
ἐμπλάσσω
ἐμπλαστικός
View word page
ἐμπίπτω
to fall in

ShortDef

to fall in

Debugging

Headword:
ἐμπίπτω
Headword (normalized):
ἐμπίπτω
Headword (normalized/stripped):
εμπιπτω
IDX:
29150
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29151
Key:

Data

{'content': 'to fall in'}