Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀκόμιστος
ἀκόμμωτος
ἄκομος
ἀκόμπαστος
ἄκομπος
ἀκόμψευτος
ἄκομψος
ἀκόνα
ἀκονάω
ἀκόνδυλος
ἀκόνη
ἀκόνησις
ἀκονητής
ἀκονίας
ἀκονίατος
ἀκόνιον
ἀκονιτί
ἀκονιτικός
ἀκόνιτον
ἀκόνιτος
ἀκοντίας
View word page
ἀκόνη
a whetstone, hone

ShortDef

a whetstone, hone

Debugging

Headword:
ἀκόνη
Headword (normalized):
ἀκόνη
Headword (normalized/stripped):
ακονη
IDX:
2914
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2915
Key:

Data

{'content': 'a whetstone, hone'}