Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐμπίεσμα
ἐμπικραίνομαι
ἔμπικρος
ἐμπιλέομαι
ἐμπίλια
ἐμπίμελος
ἐμπίμπλημι
ἐμπίμπρημι
ἐμπινής
ἐμπίνω
ἐμπιπάσκομαι
ἐμπιπίσκω
ἐμπιπράσκω
ἐμπίπτω
ἐμπίς
ἐμπίστευσις
ἐμπιστεύω
ἐμπίτνω
ἐμπιτυάζομαι
ἐμπλάζω
ἐμπλανάομαι
View word page
ἐμπιπάσκομαι
acquire
ShortDef
acquire
Debugging
Headword:
ἐμπιπάσκομαι
Headword (normalized):
ἐμπιπάσκομαι
Headword (normalized/stripped):
εμπιπασκομαι
IDX:
29147
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29148
Key:
Data
{'content': 'acquire'}