Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἔμπηξις
ἔμπηρος
ἐμπιέζω
ἐμπίεσις
ἐμπίεσμα
ἐμπικραίνομαι
ἔμπικρος
ἐμπιλέομαι
ἐμπίλια
ἐμπίμελος
ἐμπίμπλημι
ἐμπίμπρημι
ἐμπινής
ἐμπίνω
ἐμπιπάσκομαι
ἐμπιπίσκω
ἐμπιπράσκω
ἐμπίπτω
ἐμπίς
ἐμπίστευσις
ἐμπιστεύω
View word page
ἐμπίμπλημι
fill quite full

ShortDef

fill quite full

Debugging

Headword:
ἐμπίμπλημι
Headword (normalized):
ἐμπίμπλημι
Headword (normalized/stripped):
εμπιμπλημι
IDX:
29143
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29144
Key:

Data

{'content': 'fill quite full'}