Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἔμπηλος
ἔμπηξις
ἔμπηρος
ἐμπιέζω
ἐμπίεσις
ἐμπίεσμα
ἐμπικραίνομαι
ἔμπικρος
ἐμπιλέομαι
ἐμπίλια
ἐμπίμελος
ἐμπίμπλημι
ἐμπίμπρημι
ἐμπινής
ἐμπίνω
ἐμπιπάσκομαι
ἐμπιπίσκω
ἐμπιπράσκω
ἐμπίπτω
ἐμπίς
ἐμπίστευσις
View word page
ἐμπίμελος
of a fatty substance

ShortDef

of a fatty substance

Debugging

Headword:
ἐμπίμελος
Headword (normalized):
ἐμπίμελος
Headword (normalized/stripped):
εμπιμελος
IDX:
29142
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29143
Key:

Data

{'content': 'of a fatty substance'}