Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐμπηκτέον
ἐμπήκτης
ἔμπηλος
ἔμπηξις
ἔμπηρος
ἐμπιέζω
ἐμπίεσις
ἐμπίεσμα
ἐμπικραίνομαι
ἔμπικρος
ἐμπιλέομαι
ἐμπίλια
ἐμπίμελος
ἐμπίμπλημι
ἐμπίμπρημι
ἐμπινής
ἐμπίνω
ἐμπιπάσκομαι
ἐμπιπίσκω
ἐμπιπράσκω
ἐμπίπτω
View word page
ἐμπιλέομαι
to be compressed

ShortDef

to be compressed

Debugging

Headword:
ἐμπιλέομαι
Headword (normalized):
ἐμπιλέομαι
Headword (normalized/stripped):
εμπιλεομαι
IDX:
29140
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29141
Key:

Data

{'content': 'to be compressed'}