Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐμπεφυρμένως
ἐμπήγνυμι
ἐμπηδάω
ἐμπήδησις
ἐμπηκτέον
ἐμπήκτης
ἔμπηλος
ἔμπηξις
ἔμπηρος
ἐμπιέζω
ἐμπίεσις
ἐμπίεσμα
ἐμπικραίνομαι
ἔμπικρος
ἐμπιλέομαι
ἐμπίλια
ἐμπίμελος
ἐμπίμπλημι
ἐμπίμπρημι
ἐμπινής
ἐμπίνω
View word page
ἐμπίεσις
pressure

ShortDef

pressure

Debugging

Headword:
ἐμπίεσις
Headword (normalized):
ἐμπίεσις
Headword (normalized/stripped):
εμπιεσις
IDX:
29136
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29137
Key:

Data

{'content': 'pressure'}