Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἔμπετρος
ἐμπευκής
ἐμπεφυκότως
ἐμπεφυρμένως
ἐμπήγνυμι
ἐμπηδάω
ἐμπήδησις
ἐμπηκτέον
ἐμπήκτης
ἔμπηλος
ἔμπηξις
ἔμπηρος
ἐμπιέζω
ἐμπίεσις
ἐμπίεσμα
ἐμπικραίνομαι
ἔμπικρος
ἐμπιλέομαι
ἐμπίλια
ἐμπίμελος
ἐμπίμπλημι
View word page
ἔμπηξις
impaction

ShortDef

impaction

Debugging

Headword:
ἔμπηξις
Headword (normalized):
ἔμπηξις
Headword (normalized/stripped):
εμπηξις
IDX:
29133
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29134
Key:

Data

{'content': 'impaction'}