Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀκομιστία
ἀκομιστίη
ἀκόμιστος
ἀκόμμωτος
ἄκομος
ἀκόμπαστος
ἄκομπος
ἀκόμψευτος
ἄκομψος
ἀκόνα
ἀκονάω
ἀκόνδυλος
ἀκόνη
ἀκόνησις
ἀκονητής
ἀκονίας
ἀκονίατος
ἀκόνιον
ἀκονιτί
ἀκονιτικός
ἀκόνιτον
View word page
ἀκονάω
to sharpen, whet

ShortDef

to sharpen, whet

Debugging

Headword:
ἀκονάω
Headword (normalized):
ἀκονάω
Headword (normalized/stripped):
ακοναω
IDX:
2912
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2913
Key:

Data

{'content': 'to sharpen, whet'}