Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐμπερόνημα
ἐμπεταλίς
ἐμπετάννυμι
ἐμπέτασμα
ἐμπέτομαι
ἔμπετρος
ἐμπευκής
ἐμπεφυκότως
ἐμπεφυρμένως
ἐμπήγνυμι
ἐμπηδάω
ἐμπήδησις
ἐμπηκτέον
ἐμπήκτης
ἔμπηλος
ἔμπηξις
ἔμπηρος
ἐμπιέζω
ἐμπίεσις
ἐμπίεσμα
ἐμπικραίνομαι
View word page
ἐμπηδάω
to jump upon
ShortDef
to jump upon
Debugging
Headword:
ἐμπηδάω
Headword (normalized):
ἐμπηδάω
Headword (normalized/stripped):
εμπηδαω
IDX:
29128
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29129
Key:
Data
{'content': 'to jump upon'}