Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐμπερονάω
ἐμπερόνημα
ἐμπεταλίς
ἐμπετάννυμι
ἐμπέτασμα
ἐμπέτομαι
ἔμπετρος
ἐμπευκής
ἐμπεφυκότως
ἐμπεφυρμένως
ἐμπήγνυμι
ἐμπηδάω
ἐμπήδησις
ἐμπηκτέον
ἐμπήκτης
ἔμπηλος
ἔμπηξις
ἔμπηρος
ἐμπιέζω
ἐμπίεσις
ἐμπίεσμα
View word page
ἐμπήγνυμι
to fix

ShortDef

to fix

Debugging

Headword:
ἐμπήγνυμι
Headword (normalized):
ἐμπήγνυμι
Headword (normalized/stripped):
εμπηγνυμι
IDX:
29127
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29128
Key:

Data

{'content': 'to fix'}