Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐμπεριστέγω
ἐμπερίσχεσις
ἐμπερονάω
ἐμπερόνημα
ἐμπεταλίς
ἐμπετάννυμι
ἐμπέτασμα
ἐμπέτομαι
ἔμπετρος
ἐμπευκής
ἐμπεφυκότως
ἐμπεφυρμένως
ἐμπήγνυμι
ἐμπηδάω
ἐμπήδησις
ἐμπηκτέον
ἐμπήκτης
ἔμπηλος
ἔμπηξις
ἔμπηρος
ἐμπιέζω
View word page
ἐμπεφυκότως
clinging firmly

ShortDef

clinging firmly

Debugging

Headword:
ἐμπεφυκότως
Headword (normalized):
ἐμπεφυκότως
Headword (normalized/stripped):
εμπεφυκοτως
IDX:
29125
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29126
Key:

Data

{'content': 'clinging firmly'}