Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐμπερισπούδαστος
ἐμπεριστέγω
ἐμπερίσχεσις
ἐμπερονάω
ἐμπερόνημα
ἐμπεταλίς
ἐμπετάννυμι
ἐμπέτασμα
ἐμπέτομαι
ἔμπετρος
ἐμπευκής
ἐμπεφυκότως
ἐμπεφυρμένως
ἐμπήγνυμι
ἐμπηδάω
ἐμπήδησις
ἐμπηκτέον
ἐμπήκτης
ἔμπηλος
ἔμπηξις
ἔμπηρος
View word page
ἐμπευκής
bitterish
ShortDef
bitterish
Debugging
Headword:
ἐμπευκής
Headword (normalized):
ἐμπευκής
Headword (normalized/stripped):
εμπευκης
IDX:
29124
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29125
Key:
Data
{'content': 'bitterish'}