Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐμπεριποιέω
ἐμπεριρρήγνυμι
ἐμπερισπούδαστος
ἐμπεριστέγω
ἐμπερίσχεσις
ἐμπερονάω
ἐμπερόνημα
ἐμπεταλίς
ἐμπετάννυμι
ἐμπέτασμα
ἐμπέτομαι
ἔμπετρος
ἐμπευκής
ἐμπεφυκότως
ἐμπεφυρμένως
ἐμπήγνυμι
ἐμπηδάω
ἐμπήδησις
ἐμπηκτέον
ἐμπήκτης
ἔμπηλος
View word page
ἐμπέτομαι
fly into

ShortDef

fly into

Debugging

Headword:
ἐμπέτομαι
Headword (normalized):
ἐμπέτομαι
Headword (normalized/stripped):
εμπετομαι
IDX:
29122
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29123
Key:

Data

{'content': 'fly into'}