Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐμπερινοέω
ἐμπερίοδος
ἐμπεριοχή
ἐμπεριπατέω
ἐμπεριπείρω
ἐμπεριπίπτω
ἐμπεριποιέω
ἐμπεριρρήγνυμι
ἐμπερισπούδαστος
ἐμπεριστέγω
ἐμπερίσχεσις
ἐμπερονάω
ἐμπερόνημα
ἐμπεταλίς
ἐμπετάννυμι
ἐμπέτασμα
ἐμπέτομαι
ἔμπετρος
ἐμπευκής
ἐμπεφυκότως
ἐμπεφυρμένως
View word page
ἐμπερίσχεσις
hemming in

ShortDef

hemming in

Debugging

Headword:
ἐμπερίσχεσις
Headword (normalized):
ἐμπερίσχεσις
Headword (normalized/stripped):
εμπερισχεσις
IDX:
29116
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29117
Key:

Data

{'content': 'hemming in'}