Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐμπεριληπτικός
ἐμπερίληψις
ἐμπερινοέω
ἐμπερίοδος
ἐμπεριοχή
ἐμπεριπατέω
ἐμπεριπείρω
ἐμπεριπίπτω
ἐμπεριποιέω
ἐμπεριρρήγνυμι
ἐμπερισπούδαστος
ἐμπεριστέγω
ἐμπερίσχεσις
ἐμπερονάω
ἐμπερόνημα
ἐμπεταλίς
ἐμπετάννυμι
ἐμπέτασμα
ἐμπέτομαι
ἔμπετρος
ἐμπευκής
View word page
ἐμπερισπούδαστος
zealously frequented

ShortDef

zealously frequented

Debugging

Headword:
ἐμπερισπούδαστος
Headword (normalized):
ἐμπερισπούδαστος
Headword (normalized/stripped):
εμπερισπουδαστος
IDX:
29114
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29115
Key:

Data

{'content': 'zealously frequented'}