Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐμπεριεκτικός
ἐμπεριέρχομαι
ἐμπεριέχω
ἐμπερικλείω
ἐμπεριλαμβάνω
ἐμπεριληπτικός
ἐμπερίληψις
ἐμπερινοέω
ἐμπερίοδος
ἐμπεριοχή
ἐμπεριπατέω
ἐμπεριπείρω
ἐμπεριπίπτω
ἐμπεριποιέω
ἐμπεριρρήγνυμι
ἐμπερισπούδαστος
ἐμπεριστέγω
ἐμπερίσχεσις
ἐμπερονάω
ἐμπερόνημα
ἐμπεταλίς
View word page
ἐμπεριπατέω
to walk about in

ShortDef

to walk about in

Debugging

Headword:
ἐμπεριπατέω
Headword (normalized):
ἐμπεριπατέω
Headword (normalized/stripped):
εμπεριπατεω
IDX:
29109
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29110
Key:

Data

{'content': 'to walk about in'}