Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἄκολπος
ἀκόλυμβος
ἀκομιστία
ἀκομιστίη
ἀκόμιστος
ἀκόμμωτος
ἄκομος
ἀκόμπαστος
ἄκομπος
ἀκόμψευτος
ἄκομψος
ἀκόνα
ἀκονάω
ἀκόνδυλος
ἀκόνη
ἀκόνησις
ἀκονητής
ἀκονίας
ἀκονίατος
ἀκόνιον
ἀκονιτί
View word page
ἄκομψος
unadorned, boorish
ShortDef
unadorned, boorish
Debugging
Headword:
ἄκομψος
Headword (normalized):
ἄκομψος
Headword (normalized/stripped):
ακομψος
IDX:
2910
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2911
Key:
Data
{'content': 'unadorned, boorish'}