Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐμπερίβολος
ἐμπεριγράφω
ἐμπεριεκτικός
ἐμπεριέρχομαι
ἐμπεριέχω
ἐμπερικλείω
ἐμπεριλαμβάνω
ἐμπεριληπτικός
ἐμπερίληψις
ἐμπερινοέω
ἐμπερίοδος
ἐμπεριοχή
ἐμπεριπατέω
ἐμπεριπείρω
ἐμπεριπίπτω
ἐμπεριποιέω
ἐμπεριρρήγνυμι
ἐμπερισπούδαστος
ἐμπεριστέγω
ἐμπερίσχεσις
ἐμπερονάω
View word page
ἐμπερίοδος
in periods, periodic

ShortDef

in periods, periodic

Debugging

Headword:
ἐμπερίοδος
Headword (normalized):
ἐμπερίοδος
Headword (normalized/stripped):
εμπεριοδος
IDX:
29107
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29108
Key:

Data

{'content': 'in periods, periodic'}