Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐμπέραμος
ἐμπεριάγω
ἐμπεριβάλλω
ἐμπερίβολος
ἐμπεριγράφω
ἐμπεριεκτικός
ἐμπεριέρχομαι
ἐμπεριέχω
ἐμπερικλείω
ἐμπεριλαμβάνω
ἐμπεριληπτικός
ἐμπερίληψις
ἐμπερινοέω
ἐμπερίοδος
ἐμπεριοχή
ἐμπεριπατέω
ἐμπεριπείρω
ἐμπεριπίπτω
ἐμπεριποιέω
ἐμπεριρρήγνυμι
ἐμπερισπούδαστος
View word page
ἐμπεριληπτικός
comprehending, inclusive

ShortDef

comprehending, inclusive

Debugging

Headword:
ἐμπεριληπτικός
Headword (normalized):
ἐμπεριληπτικός
Headword (normalized/stripped):
εμπεριληπτικος
IDX:
29104
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29105
Key:

Data

{'content': 'comprehending, inclusive'}