Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐμπελάζω
ἐμπέλασις
ἐμπέλιος
ἐμπέπτας
ἐμπέραμος
ἐμπεριάγω
ἐμπεριβάλλω
ἐμπερίβολος
ἐμπεριγράφω
ἐμπεριεκτικός
ἐμπεριέρχομαι
ἐμπεριέχω
ἐμπερικλείω
ἐμπεριλαμβάνω
ἐμπεριληπτικός
ἐμπερίληψις
ἐμπερινοέω
ἐμπερίοδος
ἐμπεριοχή
ἐμπεριπατέω
ἐμπεριπείρω
View word page
ἐμπεριέρχομαι
pass round
ShortDef
pass round
Debugging
Headword:
ἐμπεριέρχομαι
Headword (normalized):
ἐμπεριέρχομαι
Headword (normalized/stripped):
εμπεριερχομαι
IDX:
29100
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29101
Key:
Data
{'content': 'pass round'}