Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐμπελαδόν
ἐμπελάζω
ἐμπέλασις
ἐμπέλιος
ἐμπέπτας
ἐμπέραμος
ἐμπεριάγω
ἐμπεριβάλλω
ἐμπερίβολος
ἐμπεριγράφω
ἐμπεριεκτικός
ἐμπεριέρχομαι
ἐμπεριέχω
ἐμπερικλείω
ἐμπεριλαμβάνω
ἐμπεριληπτικός
ἐμπερίληψις
ἐμπερινοέω
ἐμπερίοδος
ἐμπεριοχή
ἐμπεριπατέω
View word page
ἐμπεριεκτικός
comprehending, inclusive

ShortDef

comprehending, inclusive

Debugging

Headword:
ἐμπεριεκτικός
Headword (normalized):
ἐμπεριεκτικός
Headword (normalized/stripped):
εμπεριεκτικος
IDX:
29099
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29100
Key:

Data

{'content': 'comprehending, inclusive'}