Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐμπελαγίζω
ἐμπελαδόν
ἐμπελάζω
ἐμπέλασις
ἐμπέλιος
ἐμπέπτας
ἐμπέραμος
ἐμπεριάγω
ἐμπεριβάλλω
ἐμπερίβολος
ἐμπεριγράφω
ἐμπεριεκτικός
ἐμπεριέρχομαι
ἐμπεριέχω
ἐμπερικλείω
ἐμπεριλαμβάνω
ἐμπεριληπτικός
ἐμπερίληψις
ἐμπερινοέω
ἐμπερίοδος
ἐμπεριοχή
View word page
ἐμπεριγράφω
comprehend in a thing

ShortDef

comprehend in a thing

Debugging

Headword:
ἐμπεριγράφω
Headword (normalized):
ἐμπεριγράφω
Headword (normalized/stripped):
εμπεριγραφω
IDX:
29098
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29099
Key:

Data

{'content': 'comprehend in a thing'}