Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐμπείρων
ἐμπελαγίζω
ἐμπελαδόν
ἐμπελάζω
ἐμπέλασις
ἐμπέλιος
ἐμπέπτας
ἐμπέραμος
ἐμπεριάγω
ἐμπεριβάλλω
ἐμπερίβολος
ἐμπεριγράφω
ἐμπεριεκτικός
ἐμπεριέρχομαι
ἐμπεριέχω
ἐμπερικλείω
ἐμπεριλαμβάνω
ἐμπεριληπτικός
ἐμπερίληψις
ἐμπερινοέω
ἐμπερίοδος
View word page
ἐμπερίβολος
ornate, expanded

ShortDef

ornate, expanded

Debugging

Headword:
ἐμπερίβολος
Headword (normalized):
ἐμπερίβολος
Headword (normalized/stripped):
εμπεριβολος
IDX:
29097
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29098
Key:

Data

{'content': 'ornate, expanded'}