Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐμπειρικός
ἐμπειρόπλους
ἐμπειροπόλεμος
ἐμπειροπράγμων
ἔμπειρος
ἐμπειρότοκος
ἐμπείρω
ἐμπείρων
ἐμπελαγίζω
ἐμπελαδόν
ἐμπελάζω
ἐμπέλασις
ἐμπέλιος
ἐμπέπτας
ἐμπέραμος
ἐμπεριάγω
ἐμπεριβάλλω
ἐμπερίβολος
ἐμπεριγράφω
ἐμπεριεκτικός
ἐμπεριέρχομαι
View word page
ἐμπελάζω
to bring near

ShortDef

to bring near

Debugging

Headword:
ἐμπελάζω
Headword (normalized):
ἐμπελάζω
Headword (normalized/stripped):
εμπελαζω
IDX:
29090
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29091
Key:

Data

{'content': 'to bring near'}