Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐμπειρέω
ἐμπειρία
ἐμπειρικός
ἐμπειρόπλους
ἐμπειροπόλεμος
ἐμπειροπράγμων
ἔμπειρος
ἐμπειρότοκος
ἐμπείρω
ἐμπείρων
ἐμπελαγίζω
ἐμπελαδόν
ἐμπελάζω
ἐμπέλασις
ἐμπέλιος
ἐμπέπτας
ἐμπέραμος
ἐμπεριάγω
ἐμπεριβάλλω
ἐμπερίβολος
ἐμπεριγράφω
View word page
ἐμπελαγίζω
to be in
ShortDef
to be in
Debugging
Headword:
ἐμπελαγίζω
Headword (normalized):
ἐμπελαγίζω
Headword (normalized/stripped):
εμπελαγιζω
IDX:
29088
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29089
Key:
Data
{'content': 'to be in'}