Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐμπειράομαι
ἐμπειρέω
ἐμπειρία
ἐμπειρικός
ἐμπειρόπλους
ἐμπειροπόλεμος
ἐμπειροπράγμων
ἔμπειρος
ἐμπειρότοκος
ἐμπείρω
ἐμπείρων
ἐμπελαγίζω
ἐμπελαδόν
ἐμπελάζω
ἐμπέλασις
ἐμπέλιος
ἐμπέπτας
ἐμπέραμος
ἐμπεριάγω
ἐμπεριβάλλω
ἐμπερίβολος
View word page
ἐμπείρων
experienced
ShortDef
experienced
Debugging
Headword:
ἐμπείρων
Headword (normalized):
ἐμπείρων
Headword (normalized/stripped):
εμπειρων
IDX:
29087
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29088
Key:
Data
{'content': 'experienced'}