Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐμπέδωσις
ἐμπειράζω
ἐμπειράομαι
ἐμπειρέω
ἐμπειρία
ἐμπειρικός
ἐμπειρόπλους
ἐμπειροπόλεμος
ἐμπειροπράγμων
ἔμπειρος
ἐμπειρότοκος
ἐμπείρω
ἐμπείρων
ἐμπελαγίζω
ἐμπελαδόν
ἐμπελάζω
ἐμπέλασις
ἐμπέλιος
ἐμπέπτας
ἐμπέραμος
ἐμπεριάγω
View word page
ἐμπειρότοκος
having borne a child

ShortDef

having borne a child

Debugging

Headword:
ἐμπειρότοκος
Headword (normalized):
ἐμπειρότοκος
Headword (normalized/stripped):
εμπειροτοκος
IDX:
29085
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29086
Key:

Data

{'content': 'having borne a child'}