Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐμπεδόω
ἐμπέδωσις
ἐμπειράζω
ἐμπειράομαι
ἐμπειρέω
ἐμπειρία
ἐμπειρικός
ἐμπειρόπλους
ἐμπειροπόλεμος
ἐμπειροπράγμων
ἔμπειρος
ἐμπειρότοκος
ἐμπείρω
ἐμπείρων
ἐμπελαγίζω
ἐμπελαδόν
ἐμπελάζω
ἐμπέλασις
ἐμπέλιος
ἐμπέπτας
ἐμπέραμος
View word page
ἔμπειρος
experienced
ShortDef
experienced
Debugging
Headword:
ἔμπειρος
Headword (normalized):
ἔμπειρος
Headword (normalized/stripped):
εμπειρος
IDX:
29084
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29085
Key:
Data
{'content': 'experienced'}