Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐμπεδόφρων
ἐμπεδόφυλλος
ἐμπεδόω
ἐμπέδωσις
ἐμπειράζω
ἐμπειράομαι
ἐμπειρέω
ἐμπειρία
ἐμπειρικός
ἐμπειρόπλους
ἐμπειροπόλεμος
ἐμπειροπράγμων
ἔμπειρος
ἐμπειρότοκος
ἐμπείρω
ἐμπείρων
ἐμπελαγίζω
ἐμπελαδόν
ἐμπελάζω
ἐμπέλασις
ἐμπέλιος
View word page
ἐμπειροπόλεμος
experienced in war

ShortDef

experienced in war

Debugging

Headword:
ἐμπειροπόλεμος
Headword (normalized):
ἐμπειροπόλεμος
Headword (normalized/stripped):
εμπειροπολεμος
IDX:
29082
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29083
Key:

Data

{'content': 'experienced in war'}